- ανθελονοσιακός
- -ή, -όαυτός που γίνεται για την καταπολέμηση της ελονοσίας* («ανθελονοσιακός αγώνας» — οργανωμένες προσπάθειες για την καταπολέμηση των φορέων του πλασμωδίου της ελονοσίας«ανθελονοσιακά φάρμακα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.